-
1 εβδόμη
ἕβδομοςseventh: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἕβδομοςseventh: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἑβδόμη
-
3 εβδομη
ἡ (sc. ἡμέρα) седьмой день (лунного) месяца Her., Plut. -
4 εβδομή
ἑβδομάζωkeep the Sabbath: fut ind mid 2nd sg (doric)ἑβδομάζωkeep the Sabbath: fut ind act 3rd sg (doric) -
5 ἑβδομῇ
ἑβδομάζωkeep the Sabbath: fut ind mid 2nd sg (doric)ἑβδομάζωkeep the Sabbath: fut ind act 3rd sg (doric) -
6 ἑβδόμη
-
7 ἑβδόμη
Βλ. λ. εβδόμη -
8 ἑβδόμῃ
Βλ. λ. εβδόμη -
9 седьмой
седьм||ойчисл. порядк. ἔβδομος:\седьмойо́е ноября ἐπτά τοῦ Νοέμβρη, ἡ ἔβδομη Νοεμβρίου· \седьмойа́я страница ἡ ἔβδομη σελίδα· ◊ быть на \седьмойо́м небе βρίσκομαι στον ἔβδομο οὐρανό. -
10 ἐπι-φημίζω
ἐπι-φημίζω, 1l Worte zurufen, in denen eine Vorbedeutung für die Zukunft enthalten ist, wie Her. im med. sagt καὶ δὴ καὶ ἰόντος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πεντηκόντορον ἐπεφημίζετο 3, 124; pass., ἡ ἐκ παιδὸς ἐπιφημισϑεῖσα τῷ ἀνδρὶ ἑβδόμη ὑπατεία, das ihm durch ein Vorzeichen verheißene Consulat, App. B. C. 1, 61; – anwünschen, D. Cass. 39, 39; – nach einer Vorbedeutung benennen, einen Namen geben, ταύτῃ μοι δοκεῖ ἐπιφημίσαι τἀγαϑὸν λυσιτελοῠν Plat. Crat. 417 c, vgl. Tim. 73 d, Opp. Hal. πομπίλος – πομπῇ δ' ἐπεφήμισαν οὔνομα νηῶν 1, 187, darnach benennen, Plut.; ὄνομά τινι, einen Namen beilegen, D. Ca Ss. 54, 33. – 2) einen Gott als Urheber nennen, angeben, ihm beimessen, ἑκάστῃ μοίρᾳ ϑεὸν ἢ ϑεῶν παῖδα ἐπιφημίσαντες Plat. Legg. VI, 771 b; ὅσα πράττει τις τοὺς ϑεοὺς ἐπιφημίζων Dem. Lpt. 126, wo Wolf, p. 346, zu vgl.; ἅπασι τοῖς μεγάλοις ἐπιφ. τὸ δαιμόνιον, von allem Großen die Götter als Urheber angeben, Plut. Poplic. 23; pass., ϑεῶν χορὸς τῶν ἐπιφημισϑέντων τοῖς γάμοις, die als Urheber der Ehen genannt werden, Dion. Hal. rhet. 2, 2; auch von Menschen, Einem Etwas zuschreiben, τίτινι, Sp.; dgl. Lob. zu Phryn. p. 596. S. auch ἐπίφημι. – 3) weihen, widmen, τὰς ἐφεξῆς ἡμέρας δαίμοσιν καὶ φϑιτοῖς Plut.; ἱερὸν ἡγοῠνται τὸ τοιοῠτον ὄχημα τῷ βασιλεῖ τῶν ϑεῶν, καὶ πατρὶ ἐπιπεφημισμένον Camill. 7, ὄρη ἀνέϑεον καὶ ὄρνεα καϑιέρωσαν καὶ τὰ φυτὰ ἐπεφήμισαν ἑκάστῳ ϑεῷ Luc. sacrif. 10, τοὺς γενομένους τότε παῖδας Ἄρεως ἐπεφήμισαν Strab. 5, 4, 62, der gen. bedenklich; so kann auch Plat. Tim. 36 c gefaßt werden, τὴν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν εἶναι τῆς ταὐτοῠ φύσεως, τὴν δ' ἐντὸς τῆς ϑἀτέρου, er bestimmte den äußern Umschwung der Natur des Gleichmäßigen. – 4) übh. sagen, vorgeben, immer in Beziehung auf etwas Göttliches, φάσκων Ἀρτέμιδος δῶρον τἡν ἔλαφον εἶναι, καὶ πολλὰ τῶν ἀδήλων ἐπεφήμιζεν αὑτῷ δηλοῠν Plut. Sert. 11; a. Sp.
-
11 семидесятилетниений
семидесятилетние||нийприл (о сроке, возрасте) ἐβδομηκονταετής, ἐβδομη ντάχρονος. -
12 семнадцатый
семнадцатыйчисл. порядк. δέκατος Εβδομος:\семнадцатыйое января στίς δεκαεφτά τοῦ Γενάρη· \семнадцатыйая страница ἡ δέκατη ἐβδομη σελίδα· \семнадцатый год τό χίλια ἐννιακόσια δέκα ἐπτά. -
13 семьдесят
семьдесятчисл. колич. ἐβδομήντα, ἐβδομη ко ντα. -
14 εβδόμηι
-
15 ἑβδόμηι
-
16 εἰκάς,-άδος
ἡ N 3 5-1-7-4-11=28 Gn 7,11; 8,4.14; Ex 12,18; Nm 10,11the twentieth day of the month Nm 10,11ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι on the twenty-seventh day Gn 7,11 -
17 год
-а (-у), προθτ. в -у, о -е, πλθ. годы κ. года, γεν. годов κ. лет а.1. χρόνος, χρονιά, έτος•новый год ο καινούριος χρόνος, το νέον έτος•
астрономический год αστρικό έτος•
текущий год το τρέχον έτος•
солнечный -ηλιακό έτος•
хозяйственный, бюджетный οικονομικό έτος•
учебный год εκπαιδευτικό έτος, εκπαιδευτική χρονιά•
урожайный год χρονιά μεγάλης σοδειάς, καρπερός χρόνος•
круглый ολόκληρο χρόνο, ολοχρονίς•
из -а в год από χρόνο σε χρόνο•
в будущем -у τον ερχόμενο! χρόνο, την άλλη χρονιά, το επόμενο έτος•
в прошлом -у τον περασμένο χρόνο, το παρελθόν έτος•
который ему -? πόσων χρονών είναι αυτός;•
ему пошел двадцатый год αυτός μπήκε στα είκοσι χρόνια•
через год μετά από ένα χρόνο,• три -а тому назад πρίν τρία χρόνια•
с новым -ом (ευχή) καλή χρονιά•
без году неделя πριν λίγο (χρόνο)•
год от -у κ. год от -а από χρόνο σε χρόνο•
на год σ’ ένα χρόνο•
за год για ένα χρόνο ή για το χρόνο•
с -у на год από τον ένα χρόνο στον άλλο.
2. πλθ. -ы δεκαετία•шестидесятые -ы η έβδομη δεκαετία•
люди сороковых годов άνθρωποι της πέμπτης δεκαετίας.
3. πλθ. года κ. годы, γεν. -ов περίοδος χρόνου, καιρός•детские -ы τα παιδικά χρόνια,η παιδική ηλικία•
-ы гражданской войны τα χρόνια (ο καιρός) του εμφυλίου πολέμου•
старые -ы τα παλιά χρόνια, Ό παλιός καιρός.
εκφρ.он в -ах – αυτός είναι ώριμος, στην ηλικία που πρέπει•не по -ам – δεν έφτασε στα χρόνια,είναι ανωρίμαστος•год на год не приходится – οι καιροί δε μοιάζουν (δύσκολη είναι η πρόβλεψη τί θά συμβεί). -
18 шестидесятый
αριθμ. τακτικό• εξηκοστός•номер билета ο εξηκοστός αριθμός του εισιτηρίου•
-ые годы η έβδομη δεκαετία (του αιώνα).
-
19 πολυμάντευτος
πολυ-μάντευτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυμάντευτος
-
20 πολυπευθής
πολυ-πευθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυπευθής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἑβδομῇ — ἑβδομάζω keep the Sabbath fut ind mid 2nd sg (doric) ἑβδομάζω keep the Sabbath fut ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδόμη — ἕβδομος seventh fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδόμῃ — ἕβδομος seventh fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σάββατο — Έβδομη ημέρα της εβραϊκής εβδομάδας, αφιερωμένη στον Κύριο. Η αρχαιότερη βιβλική νομοθεσία καθόριζε την ημέρα αυτή για πλήρη ανάπαυση, συνδέοντας την με την «ανάπαυση» του θεού κατά την έβδομη ημέρα της δημιουργίας (Γένεσις β’, Ικ.ε.), καθώς και… … Dictionary of Greek
ἑβδόμηι — ἑβδόμῃ , ἕβδομος seventh fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Calendrier Attique — Le calendrier attique, en vigueur à Athènes sous l Antiquité, est le plus connu des calendriers grecs. Il est de type luni solaire. Sommaire 1 Les différents cycles 2 Mois du calendrier 2.1 Été … Wikipédia en Français
Calendrier attique — Le calendrier attique, en vigueur à Athènes dans l Antiquité, est le plus connu des calendriers grecs. Il est de type luni solaire. Sommaire 1 Les différents cycles 2 Mois du calendrier 2.1 Été … Wikipédia en Français
Calendario ático — El calendario ático, en vigor en Atenas en la Antigüedad clásica, es el más conocido de los calendarios griegos. Es de tipo lunisolar. Contenido 1 Los diferentes ciclos 2 Mes del calendario 3 Los días del mes … Wikipedia Español
εβδομάδα — Χρονικό διάστημα επτά ημερών. Η διαίρεση του έτους σε ε. προέρχεται πιθανότατα από τους Χαλδαίους, η χρήση όμως της ε. συναντάται ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. στους Βαβυλωνίους, τους Αιγυπτίους, τους Πέρσες και τους Κινέζους. Οι Εβραίοι εφάρμοσαν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
PYANEPSIA — sacra apud Athenienses. Auctores in nomine variant. Harpocration a Lycurgo Ποιανοψίαν, ab aliis Πανοψίαν appellari tradit. Ποιανοψίαν inquit, Λυκοῦργος εν τῇ κατὰ Μενεσαίχμου, καὶ ἠμεῖς Ποιανοψίαν ταύτην τὴν ἑορτὴν καλοῦμεν: οἱ δὲ ἄλλος Ε῞λληνες… … Hofmann J. Lexicon universale